Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τοῦ δέοντος

См. также в других словарях:

  • δέον — το (AM δέον) το δέον, τα δέοντα το αναγκαίο, το σωστό, αυτό που πρέπει να γίνει («υπέρ το δέον», «πέραν του δέοντος» υπερβολικά) νεοελλ. στον πληθ. τα δέοντα τα χαιρετίσματα, τα σεβάσματα («τα δέοντα στη μητέρα σου») αρχ. φρ. α) «ἐν δέοντι» στον… …   Dictionary of Greek

  • παχυλός — (pachylus). Κολεόπτερο έντομο της οικογένειας των τενεβριιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν στην Ελλάδα, Ισπανία, Μαρόκο, Μικρά Ασία και Αραβία. Το αξιολογότερο είναι ο π. ο στικτός, με μέτριο μέγεθος, μεγάλη κοιλιά και ισχυρά πόδια …   Dictionary of Greek

  • πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… …   Dictionary of Greek

  • вънѣ — (212) нар. и предл. I. Нар. 1. Вне, снаружи; за пределами: Нъ ˫ако же виноградъ ѥгда процвьтеть вънѣ на се<лъ>. то чѫѥть вонѫ сѹщеѥ въ <храмѣ> вино. и цвьтеть сь нимь (ἔξω) Изб 1076, 133 об.; заѹтра и вечеръ и полѹд҃<не> за тѩ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • πλανώ — πλανῶ, άω, ΝΜΑ 1. περιφέρω κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί 2. μτφ. εκτρέπω κάποιον από την ορθή οδό, δημιουργώ ψευδή αντίληψη, εξαπατώ, ξεγελώ (α. «δε μέ πλανούν τα λόγια σου / και πλιο πικρά ακόμα», Κρυστ. β. «ἆρ ἔστιν; ἆρ οὐκ ἔστιν; ἤ γνώμη πλανᾷ»,… …   Dictionary of Greek

  • αξιών, φιλοσοφία των- — Γερμανικό φιλοσοφικό ρεύμα που γνώρισε ανάπτυξη στο τέλος του 19ου αι. και στις πρώτες δεκαετίες του 20ού και στο οποίο δεσπόζουν δύο φυσιογνωμίες: ο Βίλχελμ Βίντελμπαντ και ο Χάινριχ Ρίκερτ. Οι δύο αυτοί φιλόσοφοι, ξεκινώντας από τις αρχές της… …   Dictionary of Greek

  • τραχύς — ιά, ύ / τραχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, θηλ. και τραχεία Ν, και ιων. τ. τρηχύς και τ. θηλ. τρηχέα Α 1. ανώμαλος στην αφή, αυτός που δεν έχει λεία και ομαλή επιφάνεια (α. «τραχύ δέρμα» β. «τραχιά ακτή» γ. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. δ. «γῆ... λιθώδης... καὶ… …   Dictionary of Greek

  • περαιτέρω — ΝΑ επίρρ. (ως τοπ. και χρον.) πιο μακριά, πέρα από ένα σημείο τοπικό ή χρονικό νεοελλ. 1. (με αρθρ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περαιτέρω όσα θα ακολουθήσουν, τα επόμενα, τα εφεξής («τα περαιτέρω θα τά μάθεις αργότερα») 2. φρ. «το μη περαιτέρω» το… …   Dictionary of Greek

  • вънъ — (127) нар. и предл. I. Нар. Прочь, наружу; за пределы: приходѩштѩаго къ мънѣ не иж(д)енѹ вънъ. Изб 1076, 57; Таче по гл҃ѣхъ сихъ. ѿпɤсти ˫а вънъ вьсѩ. ЖФП XII, 64а; вънъ износити нѣкы˫а да нѣчьто большеѥ приобрѩщють. (ἔξω) КЕ XII, 218а; излѣзеть… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • επεμβάλλω — ἐπεμβάλλω (AM) [εμβάλλω] μσν. (νομ.) φρ. ἐπεμβάλλω ἑμαυτόν παρεμβάλλομαι, μεσολαβώ για ξένο χρέος αρχ. 1. τοποθετώ, βάζω επί πλέον («πρόσθεν γὰρ ἐπέμβαλε πῶμα πίθοιο», Ησίοδ.) 2. συσσωρεύω λέξεις 3. καταρρίπτω, γκρεμίζω προς τα μέσα («δόμους… …   Dictionary of Greek

  • παρεπαίρομαι — Α [επαίρομαι] υπερηφανεύομαι υπερβολικά, πέραν τού δέοντος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»